καστέλο

καστέλο
το (Μ καστέλλο)
κάστρο, οχυρός τόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. castello (< λατ. castellum «κάστρο»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Μέδικοι — (Medici). Μεγάλη οικογένεια της Φλωρεντίας. Από τις αρχές της συγκρότησής της επιδόθηκε στο εμπόριο και στις αρχές του 13oυ αι. η δραστηριότητά της εξαπλώθηκε επίσης στον εμπορικό δανεισμό, προπάντων μετά τη μεγάλη τραπεζική κρίση της Φλωρεντίας… …   Dictionary of Greek

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

  • καστελοκυκλώνω — καστελλοκυκλώνω (Μ) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καστελλοκυκλωμένος, η, ον αυτός που βρίσκεται μέσα σε πύργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καστέλο + κυκλώνω] …   Dictionary of Greek

  • κατήχηση — Στοιχειώδης διδασκαλία του δόγματος της χριστιανικής πίστης. Αρχικά, η κ. απευθυνόταν προς τους ενηλίκους που επρόκειτο να βαπτιστούν· σήμερα απευθύνεται κυρίως στα παιδιά (κατηχητικά σχολεία). K. ονομάζεται και το σχετικό βιβλίο που… …   Dictionary of Greek

  • πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… …   Dictionary of Greek

  • συλλογή — Η συνηθέστερη σημασία της λέξης είναι η συγκέντρωση αντικείμενων με κάποια αξία, σπάνιων ή περίεργων, ταξινομημένων σύμφωνα με τα κριτήρια ή το σκοπό εκείνου που τα μαζεύει (συλλέκτη) και τα οποία αποτελούν συχνά αντικείμενο ανταλλαγών ή και… …   Dictionary of Greek

  • Αλμπόνι, Μαριέτα — (Marietta Alboni, Καστέλο, Ιταλία 1826 – Βιλ ντ’ Αβρέ, Γαλλία 1894). Ιταλίδα τραγουδίστρια. Διάσημη μεσόφωνος, που εμφανίστηκε με μεγάλη επιτυχία στη Σκάλα του Μιλάνου με την όπερα Λουκρητία Βοργία, σε ηλικία 17 ετών. Ήταν μαθήτρια του Μπερτολότι …   Dictionary of Greek

  • δίπτυχο — Κάθε αντικείμενο που διπλώνεται στα δύο. Στην ελληνική αρχαιότητα τα δ. χρησίμευαν ως πρόχειρα σημειωματάρια και ήταν κατασκευασμένα από δύο ξύλινες πινακίδες (δέλτους), που ενώνονταν με κρίκους ή ταινίες για να κλείνουν και να δένονται. Στις… …   Dictionary of Greek

  • Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”